- ὑπερισθμίζω
- ὑπερισθμίζω,A draw or convey over an isthmus,
πλοῖα Plb.4.19.9
, 5.101.4, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλοῖα Plb.4.19.9
, 5.101.4, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπερισθμίζω — Α (για πλοία) μεταφέρω κάτι πέρα από τον ισθμό, δηλαδή διά μέσου τής ξηράς, μεταφέρω από τη μια όχθη τού ισθμού στην άλλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἰσθμός] … Dictionary of Greek
ὑπερισθμίσας — ὑπερισθμίσᾱς , ὑπερισθμίζω draw aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)